- θεόδμητος
- και θεοδόμητος, -η, -ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, -ον, θηλ. και θεοδμάτα)ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.)νεοελλ.(για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεούαρχ.αυτός που έχει θεσπιστεί, που έχει τεθεί από θεό («θεόδματον χρέος», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -δμητος (< δέμω), πρβλ. εύ-δμητος λιθό-δμητος].
Dictionary of Greek. 2013.